Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σθένος
σθενόω
σθένω
σιά
σιαγόνιον
σιαγονίτης
σιαγών
σιάδες
σιαίνω
σιαλενδρίς
σιαλίδιον
σιαλίζω
σιαλίς
σιαλισμός
σιαλιστήριον
σίαλον
σιαλοπάλλαγος
σιαλοποιός
σιαλόρ
σίαλος
σιαλοχόος
View word page
σιαλίδιον
σῐᾰλ-ίδιον, τό,
A). v. σαλαΐδιον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σιαλίδιον
Headword (normalized):
σιαλίδιον
Headword (normalized/stripped):
σιαλιδιον
IDX:
93920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93921
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῐᾰλ-ίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σαλαΐδιον</span> .</div> </div><br><br>'}