Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σηστέρτιος
Σηστιώδης
σηστός
Σηστός
σηστρίδιον
σῆστρον
σητάνειος
σητάνιον
σητανώδης
σητάω
σήτειος
σῆτες
σητινός
σητόβρωτος
σητοδόκιδες
σητόκοπος
σήψ
σηψιδακής
σῆψις
σθεναρός
σθένεια
View word page
σήτειος
σήτειος· νέος, Hsch. (fort. σητάνειος).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σήτειος
Headword (normalized):
σήτειος
Headword (normalized/stripped):
σητειος
IDX:
93896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93897
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σήτειος·</span> <span class="foreign greek">νέος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">σητάνειος</span>).</div><br><br>'}