Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σησαμοῦς
σησαμοφόρος
σησαμόφωκτος
σησαμώδης
σῆσις
σηστέον
σηστέρτιος
Σηστιώδης
σηστός
Σηστός
σηστρίδιον
σῆστρον
σητάνειος
σητάνιον
σητανώδης
σητάω
σήτειος
σῆτες
σητινός
σητόβρωτος
σητοδόκιδες
View word page
σηστρίδιον
σηστρίδιον
,
τό
, Dim. of sq.,
PFay.
118.20
(ii A.D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σηστρίδιον
Headword (normalized):
σηστρίδιον
Headword (normalized/stripped):
σηστριδιον
IDX:
93890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93891
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σηστρίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PFay.</span> 118.20 </span> (ii A.D.).</div><br><br>'}