Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σηραγγόομαι
σήραγγος
σήραγξ1
σηραγγώδης
σῆραγξ2
σήραμβος
σηρικάριος
σηρικοδιαστής
σηρικοποιός
σηρικός
σηροκτόνος
σής
σησαμαῖος
σησαμεία
σησαμεύω
σησάμη1
σησαμῆ2
σησαμικός
σησάμινος
σησάμιον
σησαμίς
View word page
σηροκτόνος
σηροκτόνος, ον, Lacon. for θηροκτ-, Ar. Lys. 1262 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σηροκτόνος
Headword (normalized):
σηροκτόνος
Headword (normalized/stripped):
σηροκτονος
IDX:
93859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93860
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σηροκτόνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Lacon. for <span class="foreign greek">θηροκτ-</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg007.perseus-grc1:1262" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg007.perseus-grc1:1262/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lys.</span> 1262 </a>.</div><br><br>'}