Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σηρά
σηράγγιον
σηραγγόομαι
σήραγγος
σήραγξ1
σηραγγώδης
σῆραγξ2
σήραμβος
σηρικάριος
σηρικοδιαστής
σηρικοποιός
σηρικός
σηροκτόνος
σής
σησαμαῖος
σησαμεία
σησαμεύω
σησάμη1
σησαμῆ2
σησαμικός
σησάμινος
View word page
σηρικοποιός
σηρῐκο-ποιός,
A). v. σιρικοποιός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σηρικοποιός
Headword (normalized):
σηρικοποιός
Headword (normalized/stripped):
σηρικοποιος
IDX:
93857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93858
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σηρῐκο-ποιός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σιρικοποιός</span> .</div> </div><br><br>'}