Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σήπων
Σήρ
σήρ
σηρά
σηράγγιον
σηραγγόομαι
σήραγγος
σήραγξ1
σηραγγώδης
σῆραγξ2
σήραμβος
σηρικάριος
σηρικοδιαστής
σηρικοποιός
σηρικός
σηροκτόνος
σής
σησαμαῖος
σησαμεία
σησαμεύω
σησάμη1
View word page
σήραμβος
σήραμβος· εἶδος κανθάρου, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σήραμβος
Headword (normalized):
σήραμβος
Headword (normalized/stripped):
σηραμβος
IDX:
93854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93855
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σήραμβος·</span> <span class="foreign greek">εἶδος κανθάρου</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}