Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σηπτικός
σηπτός
σήπω
σήπων
Σήρ
σήρ
σηρά
σηράγγιον
σηραγγόομαι
σήραγγος
σήραγξ1
σηραγγώδης
σῆραγξ2
σήραμβος
σηρικάριος
σηρικοδιαστής
σηρικοποιός
σηρικός
σηροκτόνος
σής
σησαμαῖος
View word page
σήραγξ1
σήραγξ· ἐπιθυμία, Hsch.; cf. σηράγγων· σπηλαίων, ἐπιθυμιῶν, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σήραγξ1
Headword (normalized):
σήραγξ
Headword (normalized/stripped):
σηραγξ1
IDX:
93851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93852
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σήραγξ·</span> <span class="foreign greek">ἐπιθυμία</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="orth greek">σηράγγων·</span> <span class="foreign greek">σπηλαίων, ἐπιθυμιῶν</span>, Id.</div><br><br>'}