Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σημειοφόρος
σημειόω
σημειώδης
σημείωμα
σημείωσις
σημειωτέος
σημειωτικός
σημειωτός
σημερινός
σήμερον
σημήϊον
σημικίνθιον
σημοδιαῖος
σημόθετος
σημοφόριον
σημύδα
σημών
σηνίκη
σηπεδονικός
σηπεδονώδης
σηπεδών
View word page
σημήϊον
σημήϊον, τό, Ion. for σημεῖον. σημιαφόρος,
A). v. σημειοφόρος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σημήϊον
Headword (normalized):
σημήϊον
Headword (normalized/stripped):
σημηιον
IDX:
93818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93819
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σημήϊον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Ion. for <span class="foreign greek">σημεῖον</span>. <span class="orth greek">σημιαφόρος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σημειοφόρος</span> .</div> </div><br><br>'}