Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σηματίζομαι
σημάτιον
σηματόεις
ς]ηματοποικίλος
σηματουργός
σημεαφόρος
σημεία
σημειογράφος
σημεῖον
σημειοσκόπος
σημειοσκοποῦμαι
σημειοφόρος
σημειόω
σημειώδης
σημείωμα
σημείωσις
σημειωτέος
σημειωτικός
σημειωτός
σημερινός
σήμερον
View word page
σημειοσκοποῦμαι
σημειο-σκοποῦμαι,
A). divine, Sm. De. 18.10 .


ShortDef

divine

Debugging

Headword:
σημειοσκοποῦμαι
Headword (normalized):
σημειοσκοποῦμαι
Headword (normalized/stripped):
σημειοσκοπουμαι
IDX:
93807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93808
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σημειο-σκοποῦμαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">divine</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">De.</span> 18.10 </span>.</div> </div><br><br>'}