Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σημασία
σηματίζομαι
σημάτιον
σηματόεις
ς]ηματοποικίλος
σηματουργός
σημεαφόρος
σημεία
σημειογράφος
σημεῖον
σημειοσκόπος
σημειοσκοποῦμαι
σημειοφόρος
σημειόω
σημειώδης
σημείωμα
σημείωσις
σημειωτέος
σημειωτικός
σημειωτός
σημερινός
View word page
σημειοσκόπος
σημειο-σκόπος, ,
A). one who observes omens, diviner, Al. 1 Ki. 28.3 , 9 .


ShortDef

one who observes omens, diviner

Debugging

Headword:
σημειοσκόπος
Headword (normalized):
σημειοσκόπος
Headword (normalized/stripped):
σημειοσκοπος
IDX:
93806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93807
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σημειο-σκόπος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who observes omens, diviner</span>, Al. <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">1 Ki.</span> 28.3 </span>,<span class="bibl"> 9 </span>.</div> </div><br><br>'}