Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σημάντριον
σημαντρὶς
σήμαντρον
σημάντωρ
σημασία
σηματίζομαι
σημάτιον
σηματόεις
ς]ηματοποικίλος
σηματουργός
σημεαφόρος
σημεία
σημειογράφος
σημεῖον
σημειοσκόπος
σημειοσκοποῦμαι
σημειοφόρος
σημειόω
σημειώδης
σημείωμα
σημείωσις
View word page
σημεαφόρος
σημεαφόρος,
A). v. σημειοφόρος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σημεαφόρος
Headword (normalized):
σημεαφόρος
Headword (normalized/stripped):
σημεαφορος
IDX:
93802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93803
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σημεαφόρος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σημειοφόρος</span> .</div> </div><br><br>'}