Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σήκωμα
σηκωτήρ
σηκωτός
σηλαγγεύς
σηλία1
σήλια2
σῆμα
σημάδιον
σημαία
σημαίνω
σημαιοφόρος
σημαλέος
σήμανσις
σημαντέος
σημαντήρ
σημαντήριον
σημαντικός
σημαντός
σημάντρια
σημάντριον
σημαντρὶς
View word page
σημαιοφόρος
σημαιοφόρος,
A). v. σημειοφόρος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σημαιοφόρος
Headword (normalized):
σημαιοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σημαιοφορος
IDX:
93783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93784
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σημαιοφόρος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σημειοφόρος</span> .</div> </div><br><br>'}