Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σηκίτης
σηκοβάτης
σηκοκόρος
σηκολόαι
σηκός
σηκόω
σηκύλη
σηκώδης
σήκωμα
σηκωτήρ
σηκωτός
σηλαγγεύς
σηλία1
σήλια2
σῆμα
σημάδιον
σημαία
σημαίνω
σημαιοφόρος
σημαλέος
σήμανσις
View word page
σηκωτός
σηκ-ωτός,
A). loculatus, Gloss.


ShortDef

loculatus

Debugging

Headword:
σηκωτός
Headword (normalized):
σηκωτός
Headword (normalized/stripped):
σηκωτος
IDX:
93775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93776
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σηκ-ωτός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">loculatus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}