σήκωμα
σήκ-ωμα, Dor. σάκωμα [ᾱ],(σηκόω)
A). a weight in the balance, standard weight, , 22.1013.8 Fr. 271 (ap. ); 4.172 σμικρὸν τὸ σὸν ς. προστίθης slight is the weight that you throw into the scale, Heracl. 690 ; ς. μολίβδινα leaden weights or counterpoises, ; 8.5.9 τὸ κατόπιν ς. τῆς προβολῆς, of the spear, ; 18.29.3 makeweight, . 18.24.5
b). a standard measure,[κρότωνος] PCair.Zen. 670.7 (iii B.C.); ς. σιτηροῦ ἡμεδίμνου SIG 2508 (Delos, i B.C.); jar or measure of wine, POxy. 1720.5 (iv A.D.), 1896.19 (vi A.D.), PLond.ined. 2115 (vi A.D.).