Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σεωυτοῦ
σήθω
σῆκα
σηκάζω
σήκαλιν
σηκηκόρος
σηκίς
σηκίτης
σηκοβάτης
σηκοκόρος
σηκολόαι
σηκός
σηκόω
σηκύλη
σηκώδης
σήκωμα
σηκωτήρ
σηκωτός
σηλαγγεύς
σηλία1
σήλια2
View word page
σηκολόαι
σηκολόαι· λῃσταί, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σηκολόαι
Headword (normalized):
σηκολόαι
Headword (normalized/stripped):
σηκολοαι
IDX:
93768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93769
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σηκολόαι·</span> <span class="foreign greek">λῃσταί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}