Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σεφθείς
σέως
σεωυτοῦ
σήθω
σῆκα
σηκάζω
σήκαλιν
σηκηκόρος
σηκίς
σηκίτης
σηκοβάτης
σηκοκόρος
σηκολόαι
σηκός
σηκόω
σηκύλη
σηκώδης
σήκωμα
σηκωτήρ
σηκωτός
σηλαγγεύς
View word page
σηκοβάτης
σηκο-βάτης
[
ᾰ],
, a religious official,
A).
θεοῦ Ἑρμανούβιδος
BCH
37.94
(Thessalonica).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σηκοβάτης
Headword (normalized):
σηκοβάτης
Headword (normalized/stripped):
σηκοβατης
IDX:
93766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93767
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σηκο-βάτης</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, a religious official, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">θεοῦ Ἑρμανούβιδος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 37.94 </span> (Thessalonica).</div> </div><br><br>'}