Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σεσαρυῖα
σέσελις
σεσερῖνος
σεσηρότως
σέσιλος
σεσέλιτα
σεσοβημένως
σεσοφισμένως
σέσοψ
σεσσιών
σέσυφος
σεσωφρονισμένως
σέτω
σεῦ
Σευήρεια
Σευίδαι
σεῦμαι
Σευτλαῖος
σεύτλιον
σευτλομόλοχον
σεῦτλον
View word page
σέσυφος
σέσυφος· πανοῦργος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σέσυφος
Headword (normalized):
σέσυφος
Headword (normalized/stripped):
σεσυφος
IDX:
93744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93745
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σέσυφος·</span> <span class="foreign greek">πανοῦργος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}