Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σερός
σέρφος
σεσαρυῖα
σέσελις
σεσερῖνος
σεσηρότως
σέσιλος
σεσέλιτα
σεσοβημένως
σεσοφισμένως
σέσοψ
σεσσιών
σέσυφος
σεσωφρονισμένως
σέτω
σεῦ
Σευήρεια
Σευίδαι
σεῦμαι
Σευτλαῖος
σεύτλιον
View word page
σέσοψ
σέσοψ· ποιὃς ἰχθῦς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σέσοψ
Headword (normalized):
σέσοψ
Headword (normalized/stripped):
σεσοψ
IDX:
93742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93743
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σέσοψ·</span> <span class="foreign greek">ποιὃς ἰχθῦς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}