Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σεπτικός
σεπτός
σεραπιάς
Σέραπις
Σεραφείμ
σεργοί
σέρις
σέριφον
σερός
σέρφος
σεσαρυῖα
σέσελις
σεσερῖνος
σεσηρότως
σέσιλος
σεσέλιτα
σεσοβημένως
σεσοφισμένως
σέσοψ
σεσσιών
σέσυφος
View word page
σεσαρυῖα
σεσᾰρυῖα, σεσᾱρώς,
A). v. σαίρω (A).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σεσαρυῖα
Headword (normalized):
σεσαρυῖα
Headword (normalized/stripped):
σεσαρυια
IDX:
93734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93735
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σεσᾰρυῖα</span>, <span class="orth greek">σεσᾱρώς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σαίρω</span> (A).</div> </div><br><br>'}