Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σεπτεύω
σεπτήρια
σεπτικός
σεπτός
σεραπιάς
Σέραπις
Σεραφείμ
σεργοί
σέρις
σέριφον
σερός
σέρφος
σεσαρυῖα
σέσελις
σεσερῖνος
σεσηρότως
σέσιλος
σεσέλιτα
σεσοβημένως
σεσοφισμένως
σέσοψ
View word page
σερός
σερός· χθές, Ἠλεῖοι, Hsch. σέρτης· γέρανος, Πολυρρήνιοι, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σερός
Headword (normalized):
σερός
Headword (normalized/stripped):
σερος
IDX:
93732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93733
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σερός·</span> <span class="foreign greek">χθές, Ἠλεῖοι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">σέρτης·</span> <span class="foreign greek">γέρανος, Πολυρρήνιοι</span>, Id.</div><br><br>'}