Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνόχυρος
ἀνοψία
ἄνοψος
ἄνπερ
ἄνποτε
ἀνρεία
ἀνσατήρ
ἀνσπάω
ἄνστα
ἀνσχεθέειν
ἀνσχετός
ἄντα
ἄνται
ἀνταγανακτέω
ἀνταγαπάω
ἀνταγείρω
ἀνταγλαΐζομαι
ἀνταγοράζω
ἀνταγορεύω
ἀνταγωνία
ἀνταγωνίζομαι
View word page
ἀνσχετός
ἀνσχετός,
A). v. ἀνασχετός.


ShortDef

to be borne, sufferable, endurable

Debugging

Headword:
ἀνσχετός
Headword (normalized):
ἀνσχετός
Headword (normalized/stripped):
ανσχετος
IDX:
9368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9369
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνσχετός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀνασχετός.</span> </div> </div><br><br>'}