Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σεληνίσκος
σεληνίτης
σεληνῖτις
σεληνόβλητος
σεληνόγονος
σεληνοειδής
σεληνόπληκτος
σεληνορύτιον
σεληνοτρόπιον
σεληνόφως
σελίαρ
σελιδηφάγος
σελίδιον
σελίδωμα
σελινᾶτον
σελίνινος
σελινίτης
σελινοειδής
σέλινον
σελινόσπερμον
Σελινοῦς
View word page
σελίαρ
σελίαρ· φοῖνιξ, Hsch. σελίγνιον, σέλιγνις,
A). v. σιλίγνιον, σίλιγνις .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σελίαρ
Headword (normalized):
σελίαρ
Headword (normalized/stripped):
σελιαρ
IDX:
93645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93646
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σελίαρ·</span> <span class="foreign greek">φοῖνιξ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">σελίγνιον</span>, <span class="orth greek">σέλιγνις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σιλίγνιον, σίλιγνις</span> .</div> </div><br><br>'}