Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σεληνιεῖα
σελήνιον
σεληνίς
σεληνίσκος
σεληνίτης
σεληνῖτις
σεληνόβλητος
σεληνόγονος
σεληνοειδής
σεληνόπληκτος
σεληνορύτιον
σεληνοτρόπιον
σεληνόφως
σελίαρ
σελιδηφάγος
σελίδιον
σελίδωμα
σελινᾶτον
σελίνινος
σελινίτης
σελινοειδής
View word page
σεληνορύτιον
σεληνο-ρύτιον
,
τό
,=
βάτος
, Ps.-
Dsc.
4.37
codd.(
-τρόπιον
Wellm.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σεληνορύτιον
Headword (normalized):
σεληνορύτιον
Headword (normalized/stripped):
σεληνορυτιον
IDX:
93642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93643
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σεληνο-ρύτιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">βάτος</span>, Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.37 </span> codd.(<span class="foreign greek">-τρόπιον</span> Wellm.).</div><br><br>'}