Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σελήνη
σεληνιάζομαι
σεληνιακός
σεληνιασμός
σεληνιάω
σεληνιεῖα
σελήνιον
σεληνίς
σεληνίσκος
σεληνίτης
σεληνῖτις
σεληνόβλητος
σεληνόγονος
σεληνοειδής
σεληνόπληκτος
σεληνορύτιον
σεληνοτρόπιον
σεληνόφως
σελίαρ
σελιδηφάγος
σελίδιον
View word page
σεληνῖτις
σελην-ῖτις, ιδος, ,= χαμαίκισσος, Ps.- Dsc. 4.37 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σεληνῖτις
Headword (normalized):
σεληνῖτις
Headword (normalized/stripped):
σεληνιτις
IDX:
93637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93638
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σελην-ῖτις</span>, <span class="itype greek">ιδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">χαμαίκισσος</span>, Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.37 </span>.</div><br><br>'}