σεληνιακός
σελην-ιακός, ή, όν,
A). lunar, ἐνιαυτός Num. 18 ; σφαῖρα ; 2.376d ζῴδιον that in which the moon is situated, . Adv. 19.22 -κῶς by lunar reckoning, in Prm. p.631
III). κάνθαρος ς. a species of beetle (cf. ἡλιοκάνθαρος), PMag.Par. 1.2456 , 2688 .