Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγροικικός
ἀγροικοπυρρώνειος
ἄγροικος
ἀγροικόσοφος
ἀγροικώδης
ἀγροιώτης
ἀγροκήπιον
ἀγρόκηπος
ἀγροκόμος
ἀγρολέτειρα
ἀγρολικός
ἀγρομενής
ἀγρόνδε
ἀγρονόμης
ἀγρονόμος
ἀγροπόνος
ἀγρός
ἀγροτέκτων
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
View word page
ἀγρολικός
ἀγρολικός, , όν, prob. by mistake for ἀρβυλικός (q. v.), IG 11(2).199 B 19 (Delos, iii B. C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγρολικός
Headword (normalized):
ἀγρολικός
Headword (normalized/stripped):
αγρολικος
IDX:
935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-936
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγρολικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, prob. by mistake for <span class="foreign greek">ἀρβυλικός</span> (q. v.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 11(2).199 </span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">B</span> 19 </span> (Delos, iii B. C.).</div><br><br>'}