Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σεισόλοφος
σεισοπυγίς
σεισόφελος
σεισόφυλλος
σειστής
σειστός
σεῖστρον
σεῖστρος
σειστρὸφόρος
σείσων
σεῖφα
σείφαρος
σείω
σεκάνες
σέκουα
σεκουνδαρούδης
σεκουνδοκέριος
σεκούριον
σελαγέω
σελαγή
σελάγησις
View word page
σεῖφα
σεῖφα·
σκοτία
(Cret.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σεῖφα
Headword (normalized):
σεῖφα
Headword (normalized/stripped):
σειφα
IDX:
93592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93593
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σεῖφα·</span> <span class="foreign greek">σκοτία</span> (Cret.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}