Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σεισμώδης
σεισοκέφαλος
σεισόλοφος
σεισοπυγίς
σεισόφελος
σεισόφυλλος
σειστής
σειστός
σεῖστρον
σεῖστρος
σειστρὸφόρος
σείσων
σεῖφα
σείφαρος
σείω
σεκάνες
σέκουα
σεκουνδαρούδης
σεκουνδοκέριος
σεκούριον
σελαγέω
View word page
σειστρὸφόρος
σειστρὸφόρος, ον,
A). bearing the sistrum, Βούβαστις Hymn.Is. 3 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σειστρὸφόρος
Headword (normalized):
σειστρὸφόρος
Headword (normalized/stripped):
σειστροφορος
IDX:
93590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93591
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σειστρὸφόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bearing the sistrum</span>, <span class="quote greek">Βούβαστις</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hymn.Is.</span> 3 </span> .</div> </div><br><br>'}