Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνοχή
ἀνοχ
ἀνοχλέω
ἀνοχλησία
ἀνοχλητικός
ἀνοχλίζω
ἄνοχλος
ἀνοχμάζω
ἄνοχον
ἀνοχυρόομαι
ἀνόχυρος
ἀνοψία
ἄνοψος
ἄνπερ
ἄνποτε
ἀνρεία
ἀνσατήρ
ἀνσπάω
ἄνστα
ἀνσχεθέειν
ἀνσχετός
View word page
ἀνόχυρος
ἀνόχῠρος, ον, v. sub ἀνώχυρος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνόχυρος
Headword (normalized):
ἀνόχυρος
Headword (normalized/stripped):
ανοχυρος
IDX:
9358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9359
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνόχῠρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, v. sub <span class="foreign greek">ἀνώχυρος.</span> </div><br><br>'}