Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σεῖσμα
σεισματίας
σεισμοποιός
σεισμός
σεισμοσκοπικά
σεισμώδης
σεισοκέφαλος
σεισόλοφος
σεισοπυγίς
σεισόφελος
σεισόφυλλος
σειστής
σειστός
σεῖστρον
σεῖστρος
σειστρὸφόρος
σείσων
σεῖφα
σείφαρος
σείω
σεκάνες
View word page
σεισόφυλλος
σεισόφυλλος, ον,
A). gloss on εἰνοσίφυλλος , Eust. 1613.42 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σεισόφυλλος
Headword (normalized):
σεισόφυλλος
Headword (normalized/stripped):
σεισοφυλλος
IDX:
93585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93586
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σεισόφυλλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">εἰνοσίφυλλος</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1613:42" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1613.42/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1613.42 </a>.</div> </div><br><br>'}