Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σειριόκαυτος
σείριος
σειρίς
σειρομάστης
σειροφόρος
σειρόω
σείρωσις
σειρωτός
σεισάχθεια
σεῖσις
σεισίφυλλος
σεισίχθων
σεῖσμα
σεισματίας
σεισμοποιός
σεισμός
σεισμοσκοπικά
σεισμώδης
σεισοκέφαλος
σεισόλοφος
σεισοπυγίς
View word page
σεισίφυλλος
σεισίφυλλος,
A). gloss on εἰνοσίφυλλος , Eust. 1613.42 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σεισίφυλλος
Headword (normalized):
σεισίφυλλος
Headword (normalized/stripped):
σεισιφυλλος
IDX:
93573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93574
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σεισίφυλλος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">εἰνοσίφυλλος</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1613:42" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1613.42/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1613.42 </a>.</div> </div><br><br>'}