Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σειρικόν
σείρινα
σειριόεις
σειριόκαυτος
σείριος
σειρίς
σειρομάστης
σειροφόρος
σειρόω
σείρωσις
σειρωτός
σεισάχθεια
σεῖσις
σεισίφυλλος
σεισίχθων
σεῖσμα
σεισματίας
σεισμοποιός
σεισμός
σεισμοσκοπικά
σεισμώδης
View word page
σειρωτός
σειρ-ωτός, , όν,
A). bound, Sm., Thd. Ex. 28.32 .


ShortDef

bound

Debugging

Headword:
σειρωτός
Headword (normalized):
σειρωτός
Headword (normalized/stripped):
σειρωτος
IDX:
93570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93571
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σειρ-ωτός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bound</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ex.</span> 28.32 </span>.</div> </div><br><br>'}