Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σειρῖάζω
σείρασις
σειράω2
σειρικάριον
σειρικόν
σείρινα
σειριόεις
σειριόκαυτος
σείριος
σειρίς
σειρομάστης
σειροφόρος
σειρόω
σείρωσις
σειρωτός
σεισάχθεια
σεῖσις
σεισίφυλλος
σεισίχθων
σεῖσμα
σεισματίας
View word page
σειρομάστης
σειρομάστης
,
A).
v.
σιρ-
.
σειρόν·
τὸ ἀνδρεῖον θέριστρον
(Sicyonian),
Hsch.
; cf.
ζειρά
.
σειρός
, v.
σιρός
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σειρομάστης
Headword (normalized):
σειρομάστης
Headword (normalized/stripped):
σειρομαστης
IDX:
93566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93567
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σειρομάστης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σιρ-</span> . <span class="orth greek">σειρόν·</span> <span class="foreign greek">τὸ ἀνδρεῖον θέριστρον</span> (Sicyonian), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ζειρά</span>. <span class="orth greek">σειρός</span>, v. <span class="ref greek">σιρός</span> .</div> </div><br><br>'}