Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σειράω1
σειρεόω
σειρέω
Σειρηδών
Σειρήν
Σειρήνειος
σειρηφόρος
σειρῖάζω
σείρασις
σειράω2
σειρικάριον
σειρικόν
σείρινα
σειριόεις
σειριόκαυτος
σείριος
σειρίς
σειρομάστης
σειροφόρος
σειρόω
σείρωσις
View word page
σειρικάριον
σειρικάριον,
A). v. σηρικάριος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σειρικάριον
Headword (normalized):
σειρικάριον
Headword (normalized/stripped):
σειρικαριον
IDX:
93559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93560
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σειρικάριον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σηρικάριος</span> .</div> </div><br><br>'}