Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σειράζω
σειραίνω
σειραῖος
σειραφόρος
σειράω1
σειρεόω
σειρέω
Σειρηδών
Σειρήν
Σειρήνειος
σειρηφόρος
σειρῖάζω
σείρασις
σειράω2
σειρικάριον
σειρικόν
σείρινα
σειριόεις
σειριόκαυτος
σείριος
σειρίς
View word page
σειρηφόρος
σειρηφόρος, ον, Ion. for σειραφόρος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σειρηφόρος
Headword (normalized):
σειρηφόρος
Headword (normalized/stripped):
σειρηφορος
IDX:
93555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93556
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σειρηφόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Ion. for <span class="foreign greek">σειραφόρος</span>.</div><br><br>'}