Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σαυροειδής
σαυροκτόνος
Σαυρομάτης
σαῦρος
σαυρωτήρ
σαυρωτός
σαῦσαξ
σαυσαρισμός
σαυσιαλεῖ
σάφᾰ
σαφανής
σάφεια
σαφέω
σαφηγορίς
σαφήνεια
σαφηνέω
σαφηνής
σαφηνίζω
σαφηνισμός
σαφηνιστέον
σαφηνιστικός
View word page
σαφανής
σᾰφ-ᾱνής,
A). v. σαφηνής .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σαφανής
Headword (normalized):
σαφανής
Headword (normalized/stripped):
σαφανης
IDX:
93460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93461
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σᾰφ-ᾱνής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σαφηνής</span> .</div> </div><br><br>'}