σατίνη
σᾰτίνη [ῐ],,
A). chariot, ποιῆσαι σατίνας καὶ ἅρματα h.Ven. 13 ; ἐπιβαίνει σατινέων ; 21.12 σατίναις ὐπ’ ἐϋτρόχοις ἆγον αἰμιόνοις Supp. 20a13 ; ζυγίους ζευξάσᾳ θεᾷ σατίνας Hel. 1311 (lyr.): only found in pl. (sg. in l.c. codd.).— cites σάτιλλα,= Πλειάς, the constellation being regarded as a car.