Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σαρκόφυλλος
σαρκόω
σαρκώδης
σάρκωμα
σάρκωσις
σαρκωτέον
σαρκωτικός
σάρμα
Σαρμάτης
σαρμεύω
σαρμός
σάρξ
σαρξιφαγές
σάρον
σαροννύω
σάρος
σαρόω
σάρπη
Σαρπηδών
σάρπους
σάρωμα
View word page
σαρμός
σαρμός, ,= σωρὸς γῆς, καὶ κάλλυσμα, ἄλλοι ψάμμον, ἄλλοι χόρτον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σαρμός
Headword (normalized):
σαρμός
Headword (normalized/stripped):
σαρμος
IDX:
93380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93381
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σαρμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <span class="foreign greek">σωρὸς γῆς, καὶ κάλλυσμα, ἄλλοι ψάμμον, ἄλλοι χόρτον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}