Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σαρκοδακής
σαρκοειδής
σαρκοεπιπλοκήλη
σαρκόθλασμα
σαρκοκήλη
σαρκοκηλικός
σαρκοκόλλα
σαρκοκύων
σαρκολαβίς
σαρκολιπής
σαρκόμφαλον
σαρκοπαγής
σαρκοποιέω
σαρκοποιία
σαρκοποιός
σαρκόπτερος
σαρκόπυον
σαρκοπυώδης
σαρκόρριζος
σαρκοτακής
σαρκοτοκέομαι
View word page
σαρκόμφαλον
σαρκ-όμφᾰλον
,
τό
,
A).
fleshy excrescence on the navel
,
Gal.
19.445
.
ShortDef
fleshy excrescence on the navel
Debugging
Headword:
σαρκόμφαλον
Headword (normalized):
σαρκόμφαλον
Headword (normalized/stripped):
σαρκομφαλον
IDX:
93351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93352
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σαρκ-όμφᾰλον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fleshy excrescence on the navel</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.445 </span>.</div> </div><br><br>'}