Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνοτότυκτον
ἄνου
ἀνούατος
Ἀνουβιακός
Ἀνουβιάς
Ἀνουβιδεῖον
ἀνουθέτητος
ἀνούλεγοι
ἄνουλος
ἄνουροι
ἄνους
ἀνουσίαστος
ἀνούσιος
ἀνουσιότης
ἀνουσίωσις
ἄνουσος
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνούτητος
ἀνοῦχι
ἀνοφθαλμίατος
View word page
ἄνους
ἄνους, ουν, contr. for ἄνοος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄνους
Headword (normalized):
ἄνους
Headword (normalized/stripped):
ανους
IDX:
9332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9333
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄνους</span>, <span class="itype greek">ουν</span>, contr. for <span class="foreign greek">ἄνοος.</span> </div><br><br>'}