Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σαρδών
σαρήσιον
σάρητον
σάρι
σαρίν
σάρισα
σαρισοφόρος
σαρκάζω
σαρκασμοπιτυοκάμπτης
σαρκασμός
σαρκάω
σάρκειος
σαρκελάφεια
σαρκήρης
σαρκίδιον
σαρκίζω
σαρκικός
σάρκινος
σαρκίον
σαρκίς
σαρκῖτις
View word page
σαρκάω
σαρκάω,
A). v. σαρκοκύων .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σαρκάω
Headword (normalized):
σαρκάω
Headword (normalized/stripped):
σαρκαω
IDX:
93325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93326
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σαρκάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σαρκοκύων</span> .</div> </div><br><br>'}