Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σαρδισμός
σαρδόνιον
σαρδόνιος
σαρδόνυξ
Σαρδώ
σάρδης
σαρδών
σαρήσιον
σάρητον
σάρι
σαρίν
σάρισα
σαρισοφόρος
σαρκάζω
σαρκασμοπιτυοκάμπτης
σαρκασμός
σαρκάω
σάρκειος
σαρκελάφεια
σαρκήρης
σαρκίδιον
View word page
σαρίν
σαρίν
,
ὀρνέου εἶδος, ὅμοιον ψάρῳ
,
Hsch.
; cf.
ψάρ
.
σαρίρ·
κλάδος φοίνικος
( Lacon.), Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σαρίν
Headword (normalized):
σαρίν
Headword (normalized/stripped):
σαριν
IDX:
93319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93320
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σαρίν</span>, <span class="foreign greek">ὀρνέου εἶδος, ὅμοιον ψάρῳ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ψάρ</span>. <span class="orth greek">σαρίρ·</span> <span class="foreign greek">κλάδος φοίνικος</span> ( Lacon.), Id.</div><br><br>'}