Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνοτοτύζω
ἀνοτότυκτον
ἄνου
ἀνούατος
Ἀνουβιακός
Ἀνουβιάς
Ἀνουβιδεῖον
ἀνουθέτητος
ἀνούλεγοι
ἄνουλος
ἄνουροι
ἄνους
ἀνουσίαστος
ἀνούσιος
ἀνουσιότης
ἀνουσίωσις
ἄνουσος
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνούτητος
ἀνοῦχι
View word page
ἄνουροι
ἄνουροι·
ἄβρεκτοι, ὑψηλοί,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἄνουροι
Headword (normalized):
ἄνουροι
Headword (normalized/stripped):
ανουροι
IDX:
9331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9332
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄνουροι·</span> <span class="foreign greek">ἄβρεκτοι, ὑψηλοί,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}