Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σαρδίνη
σάρδιον
σάρδιος
σαρδισμός
σαρδόνιον
σαρδόνιος
σαρδόνυξ
Σαρδώ
σάρδης
σαρδών
σαρήσιον
σάρητον
σάρι
σαρίν
σάρισα
σαρισοφόρος
σαρκάζω
σαρκασμοπιτυοκάμπτης
σαρκασμός
σαρκάω
σάρκειος
View word page
σαρήσιον
σαρήσιον, τό, a garment, PMasp. 6 ii 85 (vi A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σαρήσιον
Headword (normalized):
σαρήσιον
Headword (normalized/stripped):
σαρησιον
IDX:
93316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93317
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σαρήσιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, a garment, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMasp.</span> 6 ii 85 </span> (vi A.D.).</div><br><br>'}