Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σαργανίδιον
σαργάνιον
σαργανίς
σάργανος
σαργῖνος
σαργίον
σαργός
σάρδα
σαρδάζω
σαρδάνιος
σαρδανάφαλλος
Σάρδεις
σαρδίνη
σάρδιον
σάρδιος
σαρδισμός
σαρδόνιον
σαρδόνιος
σαρδόνυξ
Σαρδώ
σάρδης
View word page
σαρδανάφαλλος
σαρδανάφαλλος· γελωτοποιός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σαρδανάφαλλος
Headword (normalized):
σαρδανάφαλλος
Headword (normalized/stripped):
σαρδαναφαλλος
IDX:
93304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93305
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σαρδανάφαλλος·</span> <span class="foreign greek">γελωτοποιός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}