Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σαραπίους
Σάραπις
σάραπις
σαράπους
σαραχηρώ
σάργαλος
σαργάνη
σαργανίδιον
σαργάνιον
σαργανίς
σάργανος
σαργῖνος
σαργίον
σαργός
σάρδα
σαρδάζω
σαρδάνιος
σαρδανάφαλλος
Σάρδεις
σαρδίνη
σάρδιον
View word page
σάργανος
σάργανος· ὁ ἀγροῖκος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σάργανος
Headword (normalized):
σάργανος
Headword (normalized/stripped):
σαργανος
IDX:
93297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93298
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σάργανος·</span> <span class="foreign greek">ὁ ἀγροῖκος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}