Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σάραγος
σαρακνον
σάραξ1
σάραξ2
σαραπιακός
σαραπιάς
σαραπίους
Σάραπις
σάραπις
σαράπους
σαραχηρώ
σάργαλος
σαργάνη
σαργανίδιον
σαργάνιον
σαργανίς
σάργανος
σαργῖνος
σαργίον
σαργός
σάρδα
View word page
σαραχηρώ
σαραχηρώ· ἡ κοσμήτρια τῆς Ἥρας, Beros. ap. Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σαραχηρώ
Headword (normalized):
σαραχηρώ
Headword (normalized/stripped):
σαραχηρω
IDX:
93291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93292
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σαραχηρώ·</span> <span class="foreign greek">ἡ κοσμήτρια τῆς Ἥρας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Beros.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}