Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σαπφείριον
σάπφειρος
Σαπφώ
σαπών1
σάπων2
σαπωναρικός
σαπώνιον
σαράβαρα
σάραβος
σαράγαρον
σάραγος
σαρακνον
σάραξ1
σάραξ2
σαραπιακός
σαραπιάς
σαραπίους
Σάραπις
σάραπις
σαράπους
σαραχηρώ
View word page
σάραγος
σάραγος·
ὑπηρέτης ὁ σαρῶν τὰς δημοσίας στοάς
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σάραγος
Headword (normalized):
σάραγος
Headword (normalized/stripped):
σαραγος
IDX:
93281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93282
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σάραγος·</span> <span class="foreign greek">ὑπηρέτης ὁ σαρῶν τὰς δημοσίας στοάς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}