Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σαπρόζωος
σαπρόκνημος
σαπρόπλουτος
σαπροπωμάριος
σαπρός
σαπρόστομος
σαπρότης
σαπροφαγέω
σαπρόω
σαπρύνομαι
σαπύλλειν
σαπφείρινος
σαπφείριον
σάπφειρος
Σαπφώ
σαπών1
σάπων2
σαπωναρικός
σαπώνιον
σαράβαρα
σάραβος
View word page
σαπύλλειν
σαπύλλειν,= σαίνειν, Rhinth. 24 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σαπύλλειν
Headword (normalized):
σαπύλλειν
Headword (normalized/stripped):
σαπυλλειν
IDX:
93269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-93270
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σαπύλλειν</span>,= <span class="foreign greek">σαίνειν</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1654.tlg001:24" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1654.tlg001:24/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Rhinth.</span> 24 </a>.</div><br><br>'}