Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνόσφιστος
ἀνόσφραντος
ἀνοσχήν
ἀνότιστος
ἄνοτος
ἀνοτοτύζω
ἀνοτότυκτον
ἄνου
ἀνούατος
Ἀνουβιακός
Ἀνουβιάς
Ἀνουβιδεῖον
ἀνουθέτητος
ἀνούλεγοι
ἄνουλος
ἄνουροι
ἄνους
ἀνουσίαστος
ἀνούσιος
ἀνουσιότης
ἀνουσίωσις
View word page
Ἀνουβιάς
Ἀνουβ-ιάς, άδος, , a plant, perh.
A). = στάχυς , ib. 901 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ἀνουβιάς
Headword (normalized):
ἀνουβιάς
Headword (normalized/stripped):
ανουβιας
IDX:
9326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9327
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ἀνουβ-ιάς</span>, <span class="itype greek">άδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, a plant, perh. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">στάχυς</span> , ib.<span class="bibl"> 901 </span>.</div> </div><br><br>'}